Ο Ελαδωρέ περπατούσε στους δρόμους της πόλης χωρίς σκοπό. Βιαζόταν, όμως. Δεν ήξερε και ο ίδιος γιατί, αλλά βιαζόταν. Ίσως επειδή είχε από καιρό καταλάβει πως όταν δείχνεις βιαστικός έχεις περισσότερες πιθανότητες να γλιτώσεις από τους ανθρώπους. Ο Ελαδωρέ μυριζόταν ότι οι άνθρωποι δεν αντέχουν να βλέπουν ακίνητα, νωχελικά πράγματα μπροστά τους. Τρέχουν πέρα – δώθε και οι ίδιοι, φτιάχνουν φώτα και φωτάκια που αναβοσβήνουν, κάνουν φασαρία και φωνάζουν. Κάποτε, όταν ήταν νέος και πατούσε γερά και στα τέσσερα πόδια του, είχε προσπαθήσει κι αυτός να συμμετάσχει στο γλέντι. Και όποτε γινόταν φασαρία, άρχιζε να γαβγίζει. Και το μετάνοιωσε πικρά στη συνέχεια. Πολλοί άνθρωποι διασκεδάζουν κλωτσώντας τους σκύλους που γαβγίζουν. Και τα παιδάκια των ανθρώπων, το ίδιο· αυτά μάλιστα κλωτσούν πότε – πότε κι εκείνους που δεν γαβγίζουν… Γελώντας και βγάζοντας μικρές φωνίτσες χαράς. Ο Ελαδωρέ δεν το ρισκάριζε πια. Ήταν μεγάλος πια και ήξερε.

Ίσως, πάλι, να ήταν ακριβώς αυτό που τον έκανε να βιάζεται: γερνούσε κι έπρεπε να προλάβει. Τη ζωή του που έτρεχε πιο γρήγορα από τον ίδιον. Μετά από λίγο, όμως, συνήθως καταλάβαινε τη βλακεία του, το μάταιον του εγχειρήματός του. Και τότε έβρισκε ένα ωραίο γρασίδι, μια δροσερή πλάκα πεζοδρομίου με σκιά, κι έπεφτε για ύπνο. Δε πα να τρέχει η ζωή… Με αυτήν την απόφαση αποκοιμιόταν. Μόνο που όταν ξύπναγε, την είχε ξεχάσει. Άνοιγε το ένα μάτι του να δει τι τρέχει, τι είχε μεσολαβήσει στην ονειρική απουσία του, κι έβλεπε τη ζωή του να χάνεται στο βάθος του ορίζοντα. Ο Ελαδωρέ πεταγόταν πάνω, τιναζόταν λίγο να φύγει ο ύπνος και τα σκουπίδια του, κι έπαιρνε πάλι βιαστικός τον δρόμο του.

Ο Ελαδωρέ έκανε μια παράκαμψη και πλησίασε σε μια ζαρντινιέρα με μια πεταμένη εφημερίδα πάνω της. «Για ένα καλύτερο αύριο», έγραφε με μεγάλα γράμματα και είχε μια μεγάλη φωτογραφία ενός χοντρούλη με τα χέρια υψωμένα να χαιρετάει τον Ελαδωρέ και να του χαμογελάει. Ο Ελαδωρέ δεν τσίμπαγε πια σε κάτι τέτοια… Έριξε μια γρήγορη αδιάφορη ματιά και κατούρησε λίγο την εφημερίδα. Θα συνέχιζε αργότερα…

Ο Ελαδωρέ ξαναπήρε το δρόμο του και αναρωτήθηκε: γιατί οι άνθρωποι δεν φαίνεται να βλέπουν τη δική τους ζωή που χάνεται στη γωνία δυο τετράγωνα παρακάτω; Γιατί τρέχουν μονίμως για ανεξιχνίαστους λόγους; Ίσως, σκέφτηκε, οι άνθρωποι να μη βλέπουν καθαρά έτσι που τρέχουν, μ’ όλα αυτά τα φωτάκια να αναβοσβήνουν μπροστά στα μάτια τους. Και με τη φασαρία που προσπαθούν να αποφύγουν βάζοντας αυτά τα καλώδια στ’ αυτιά τους καθώς περπατάνε…
Ίσως πάλι η ζωή του Ελαδωρέ να ξεχώριζε περισσότερο μέσα στον χαλασμό επειδή ήταν σαν κι αυτόν: μαύρο χρώμα, με σκουπίδια πάνω της. Σαν «δημιουργία» κάποιου εκκεντρικού μόδιστρου, που δεν κάνει για τους δρόμους…