Όταν οι λεπτομέρειες θα έχουν παρασυρθεί από το ανεμοβρόχι του χρόνου· όταν ―λίγο ή πολύ μετά― όλα θα έχουν ψαλιδιστεί και θα έχουν πάρει τις «πραγματικές» διαστάσεις τους… Θα αρκούσε να μπορούμε να ζούμε το παρόν ως ανάμνηση του μέλλοντός μας…

Το σπίτι μας, λοιπόν, γέμισε καθρέφτες που αντανακλούν τον εαυτό τους. Πώς να βρω τον δρόμο να φτάσω σε σένα, στην ψυχούλα σου, αντί για τους αντικατοπτρισμούς του δικού μου μυαλού; Πώς να σου δείξω πως είμαι κάτι άλλο από τις δικές σου εμμονές που προβάλλεις πάνω μου, ξανά και ξανά; Σ’ αυτό το καρναβάλι μεταμφιέσεων, στο πανηγύρι της Αγίας Παρεξήγησης που φουντώνει με παραγγελιές στην ντίβα της νυχτιάς, την Μοναξιά. Ντυμένη με την αστεία μουτσούνα της «Επικοινωνίας».
Πανηγύρι που γεμίζει όπως πάντα το στομάχι και το αίμα με αλκοόλ. Αυτά είναι τα εύκολα, τα παιδιά της συνήθειας… Το λειψό της καρδιάς πώς να το μπαζώσεις; Που πότε ξεγελιέται από τις μάσκες της γιορτής και παρασύρεται και συμμετέχει… Και άλλες φορές η ίδια αυτή καρδιά δεν τσιμπάει με τίποτα και βλέπει πίσω από τις μάσκες με εκείνο το καταραμένο λέιζερ μηχάνημά της…
Κατά βάθος πάντοτε τα ξέρουμε όλα, λίγο – πολύ, από πριν. Αλλά η λαχτάρα υπερισχύει. Γι’ αυτό σου λέω, υπάρχουν στιγμές που παντρεύονται το γαμώτο τους. Γαμπροί τις διεκδικούν, σκαφάτοι και με τζιπούρες, αλλά αυτές μένουν πιστές στο άχτι τους. Παρθένες που πεισματικά εμμένουν στην ιδιόμορφη εσωτερικότητα τους. Ξεροκέφαλες στιγμές που αρνούνται τα ιδεολογήματα με τα οποία πας να τις πλανέψεις. Κρατούν πεισματικά το αλλόκοτο δίκιο τους και αγνοούν τις εχέφρονες αναλύσεις σου. Ξέρουν αυτό που αγνοείς: οι απαλές ψυχές πάντα θα περισσεύουν. Στα επιχειρήματά σου απαντούν βγάζοντας τη γλώσσα…
Εσύ συνεχίζεις να κατασκευάζεις θεωρίες, να ντύνεσαι τα νοηματικά ξέφτια σου δοκιμάζοντας την εικόνα σου στα μάτια του Άλλου, που απαιτείς και φοβάσαι ταυτόχρονα.